- μετοπωρινός
- μετοπωρινός, -ή, -όν (ΑΜ) [μετόπωρον]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο, ο φθινοπωρινός2. (το ουδ. ως επίρρ.) μετοπωρινόνκατά την περίοδο τού φθινοπώρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετοπωρινός — autumnal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοπωρινά — μετοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc pl μετοπωρινά̱ , μετοπωρινός autumnal fem nom/voc/acc dual μετοπωρινά̱ , μετοπωρινός autumnal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοπωρινῶν — μετοπωρινός autumnal fem gen pl μετοπωρινός autumnal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοπωρινόν — μετοπωρινός autumnal masc acc sg μετοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοπωριναῖς — μετοπωρινός autumnal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοπωριναί — μετοπωρινός autumnal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοπωρινοῖς — μετοπωρινός autumnal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοπωρινοί — μετοπωρινός autumnal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοπωρινοῦ — μετοπωρινός autumnal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοπωρινούς — μετοπωρινός autumnal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)